- χραισμήτωρ
- χραισμήτωρ, ορος, ὁ, der abwehrt, Helfer, Beistand
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χραισμήτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ 1. βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής 2. εκκλ. προσωνυμία τού Ιησού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραισμῶ «προστατεύω, βοηθώ» + κατάλ. τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
χραισμήτορα — χραισμήτωρ protector masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραισμήτορι — χραισμήτωρ protector masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)